- ουπα
- οὔπαοὔπᾱadv. дор. = οὔπη См. ουπη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ούπα — οὔπα (Α) (δωρ. τ.) βλ. ού πη … Dictionary of Greek
Ταϊτή — Νησί του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, σε 17° 45’ νότιο πλάτος και 149° 20’ δυτικό μήκος, το νοτιότερο και το πιο εκτεταμένο (1.042 τ. χλμ.) της συστάδας των Νησιών της Εταιρείας, στη Γαλλική Πολυνησία. Το έδαφός της διαρθρώνεται σε δύο… … Dictionary of Greek
ού πη — οὔ πῃ και δωρ. τ. οὔπα (Α) 1. (τροπ.) με κανέναν τρόπο 2. (ως τοπ.) σε κανέναν τόπο, πουθενά … Dictionary of Greek